Ευαγγέλου

Ευαγγέλου
Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Βλάσσης. Καταγόταν από τη Ναύπακτο. Υπηρέτησε ως αστυνόμος. Προξένησε ταραχές στη Μάνη επί Καποδίστρια. Διακρίθηκε στην καταδίωξη των ληστών. Η γενναιότητα και η σκληρότητά του έμειναν παροιμιώδεις στη Στερεά Ελλάδα. 2. Μάρκος. Καταγόταν από την Ιθάκη. Πολέμησε στην Τρίπολη και στην Αθήνα. 3. Σπήλιος. Καταγόταν από τη Λάρισα. Σε ηλικία 15 χρονών κατετάγη σε διάφορα στρατιωτικά σώματα, παίρνοντας μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. Έμεινε στην ιστορία για τη σκληρότητα που επέδειξε στους Αλβανούς αιχμαλώτους του Πειραιά, η οποία στάθηκε αιτία να τιμωρηθεί με διαταγή του Κόχραν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Εὐαγγέλου — Εὐάγγελος bringing good news masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαγγέλου — εὐάγγελος bringing good news masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευαγγέλου, Ανέστης — (Θεσσαλονίκη 1937 – 1994). Λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά, σταδιοδρόμησε όμως ως εκτελωνιστής. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Έγραψε κυρίως ποιήματα αλλά και πεζά. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1960 με την έκδοση της …   Dictionary of Greek

  • Ζάππας — Όνομα οικογένειας αγωνιστών και εθνικών ευεργετών από τη Βόρεια Ήπειρο. 1. Ευάγγελος (Λάμποβο, Βόρεια Ήπειρος 1800 – Μπροστένι, Ρουμανία 1865). Καταγόταν από οικογένεια εμπόρου, αλλά από 13 ετών κατατάχθηκε στον στρατό του Αλή πασά. Όταν έγινε 20 …   Dictionary of Greek

  • ευάγγελος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεός ή ήρωας της Εφέσου. Συνδέεται με την αρχαιότερη λατρεία του Πιξωδάρου, για τον οποίο, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος, ήταν βοσκός και ανακάλυψε ορυχείο μαρμάρου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην οικοδόμηση του… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • Άγρας, Τέλλος — (Καλαμπάκα 1899 – Αθήνα 1944).Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και κριτικού Ευαγγέλου Ιωάννου. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος. Εντάσσεται στην ομάδα των ποιητών που, καθώς γεννήθηκαν μετά το 1890, είχαν χάσει την πίστη της… …   Dictionary of Greek

  • Αρχαγγέλου, μονή — Διαλυμένο μοναστήρι του νομού Πέλλης, γεμάτο με λαϊκές αγιογραφίες «διά χειρός αδελφών Ευαγγέλου, Νικολάου, Αναστασίου ζωγράφων εκ Κρουσόβου» …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”